Aρχαία Ολυμπία
Το που σας κατευθύνει στο επόμενο «Αξιοθέατο» και
το που σας κατευθύνει στο βέλος για να οδηγηθείτε στην επομένη θέση (ή σημείο).
Από κάτω θα υπάρχει και ο χάρτης της περιοχής ή του ορόφου που βρίσκεστε.
Βαθμός δυσκολίας:
Ερωτήσεις:
(Σύνολο: ερωτήσεις)
|
Εύκολες Ερωτήσεις | |
Δύσκολες Ερωτήσεις |
Λειτουργία «γρήγορων γύρων»: |
Με το που τελειώνει η μια ερώτηση, θα σας μεταφέρει αυτόματα στην επόμενη (συνίσταται μόνο σε γνώστες του χώρου και της ξενάγησής μας) και όχι στο επόμενο Αξιοθέατο. |
Ερώτηση: |
Επιλέξτε τη σωστή απάντηση (για ) | Aπάντηση | |||
Σκορ: 0
|
Σκορ: 0 | OK | Ας το δούμε |
Αξιοθέατα |
Θέσεις |
|
«Τεστ Γνώσεων»
Έναρξη
(σε 0 από 0
ερωτήσεις)
|
||
Προσωρινή απόκρυψη «Αξιοθέατων»
|
Αξιοθέατα Έχετε δει:0 Σύνολο:0 |
Θέσεις Έχετε πάει:0 Σύνολο:0 | ||||||
|
Στη μυθολογική παράδοση αναφέρεται ως ιδρυτής των Aγώνων ο Ηρακλής, ο οποίος πρώτος περιέφραξε το τέμενος και ίδρυσε τους Aγώνες προς τιμήν του πατέρα του Δία. Επίσης, καθιέρωσε ως βραβείο για τους νικητές ένα στεφάνι από κλαδί αγριελιάς, τον κότινο. Την πατρότητα των Αγώνων όμως διεκδικούσαν και άλλοι θεοί και ήρωες, αφού και ο ίδιος ο Δίας είχε νικήσει στο χώρο αυτό τον πατέρα του Κρόνο σε αγώνα πάλης, ο Απόλλωνας τον Ερμή σε αγώνα δρόμου και τον Άρη στην πυγμή, καθώς και ο Πέλοπας τον Οινόμαο στην αρματοδρομία.
Αρχικά, όλοι οι κίονες του πτερού (της εξωτερικής κιονοστοιχίας γύρω από το ναό) ήταν ξύλινοι, αλλά έως και τη Ρωμαϊκή εποχή αντικαταστάθηκαν σταδιακά από λίθινους. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι όταν επισκέφτηκε την Ολυμπία το 160 μ.Χ. στον οπισθόδομο του ναού υπήρχε ακόμη ένας ξύλινος κίονας.
Εσωτερικά, ο σηκός διαιρούνταν από δύο κιονοστοιχίες σε τρία κλίτη, ένα πλατύ στο μέσον και δύο στενότερα στα πλάγια. Στο βάθος του κεντρικού πλατύτερου κλίτους πάνω σε βάθρο στέκονταν τα λατρευτικά αγάλματα της Ήρας, καθισμένη σε θρόνο, και του Δία όρθιου στο πλάι της με γενειάδα και κράνος. Στο εσωτερικό του (σηκό) σε μεταγενέστερα χρόνια είχαν συγκεντρωθεί πολύτιμα έργα για φύλαξη. Εδώ είδε ο Παυσανίας το θαυμάσιο Ερμή του Πραξιτέλη, αλλά και την περίφημη λάρνακα του Κυψέλου, την τράπεζα του Κολώτη, στολισμένη με χρυσό και ελεφαντόδοντο, πάνω στην οποία τοποθετούσαν τα στεφάνια για την βράβευση των νικητών, και άλλα πολύτιμα αγάλματα και σκεύη.
Μπροστά στο ναό σώζονται τα θεμέλια του βωμού της θεάς, όπου γίνεται σήμερα η αφή της ολυμπιακής φλόγας.
Μέσα στον περίβολο αναφέρει ο Παυσανίας ότι υπήρχαν δέντρα, κυρίως λεύκες, και αγάλματα. Προς τιμήν του ήρωα γινόταν η «περίεργη» θυσία το μαύρου κριαριού και όποιος έτρωγε από αυτό δεν είχε δικαίωμα να εισέλθει στο ναό του Δία.
Το μοναδικό αυτό οικοδόμημα, ουσιαστικά ένα ηρώο της μακεδονικής δυναστείας, έχει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής, προαναγγέλλοντας χαρακτηριστικά της Ελληνιστικής περιόδου, η οποία θα ακολουθήσει.
Στους Θησαυρούς φυλάσσονταν πολύτιμα αφιερώματα των πόλεων στο ιερό, γεγονός στο οποίο άλλωστε οφείλεται και το όνομά τους. Παρόμοια οικοδομήματα χτίστηκαν σε όλα τα μεγάλα ιερά για τη φύλαξη πολύτιμων ή ευαίσθητων αφιερωμάτων. Πολύτιμα αφιερώματα, πολλά από χρυσό ή ελεφαντόδοντο, κυρίως αντικείμενα που μπορούσαν να αφαιρεθούν ή ήταν ευαίσθητα στις καιρικές συνθήκες, φυλάσσονταν μέσα στους Θησαυρούς. Ωστόσο, μερικά, όπως χάλκινοι τρίποδες με λέβητες, μπορούσαν να βρίσκονται μπροστά στην είσοδο, προστατευμένα κάτω από τη στέγη του προνάου.
Αν και ο Παυσανίας αναφέρει δέκα τέτοιους Θησαυρούς, οι ανασκαφές στην Άλτη αποκάλυψαν δώδεκα. Ο πρώτος θεωρείται ότι ήταν της Σικυώνας και ακολουθούν με τη σειρά των Συρακουσών, της Επιδάμνου, του Βυζαντίου, της Σύβαρης, της Κυρήνης, δύο μη ταυτισμένων κτηρίων, του Σελινούντα, του Μεταπόντου, των Μεγάρων και της Γέλας. Από τους παραπάνω, οι δύο πρώτοι και εκείνος του Βυζαντίου χτίστηκαν την Κλασική εποχή. Καθώς βρίσκονταν σε περίοπτη θέση, θα προκαλούσαν εξαιρετική εντύπωση με τις διαφορετικές διαστάσεις και αναλογίες, με τα έντονα χρώματα των αρχιτεκτονικών μελών και την πολυχρωμία, με την πλούσια διακόσμηση των κεραμώσεων της στέγης, τις πολύχρωμες σίμες και τα ακρωτήριά τους.
Καθίσματα δεν απέκτησε ποτέ το Στάδιο, εκτός από την εξέδρα, στη νότια πλευρά, όπου κάθονταν οι Ελλανοδίκες. Απέναντί της, στο βόρειο πρανές βρισκόταν ο βωμός της Δήμητρας Χαμύνης, από τη θέση του οποίου μπορούσε να παρακολουθεί τους Αγώνες η ιέρεια της θεάς, η μόνη γυναίκα που είχε αυτό το δικαίωμα.
Η Στοά άρχισε να οικοδομείται στα μέσα του 4ου π.Χ. για να ορίσει την ανατολική πλευρά της Άλτης, έμεινε όμως, κατά μία άποψη, ημιτελής για μακρό διάστημα.
Είχε μήκος 98 μέτρα και πλάτος 12,5 μέτρα, με 44 δωρικούς κίονες στην πρόσοψη.
Η οικοδόμησή του άρχισε μετά τη νίκη των Ηλείων επί των κατοίκων της Πίσας και της Τριφυλίας (472 π.Χ.) και τελείωσε το 457 π.Χ. Ο ναός είναι περίπτερος με 6x13 πελώριους κίονες, ύψους 10,53 μέτρων και κάτω διαμέτρου 2,25 μέτρων. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε ήταν ντόπιος κογχυλιάτης λίθος με λευκά, διακοσμημένα με χρώματα, επιχρίσματα, ενώ την επίστεψη κοσμούσε μαρμάρινη σίμη με ζωγραφιστή διακόσμηση και μαρμάρινες λεοντοκεφαλές – υδρορρόες. Μάρμαρο χρησιμοποιήθηκε για τα γλυπτά των αετωμάτων και τις μετόπες του προνάου και του οπισθοδόμου, ενώ μαρμάρινες ήταν και οι κεραμίδες πάνω από την ξύλινη στέγη. Ο πρόναος οδηγούσε στο σηκό (εσωτερικό) από άνοιγμα πλάτους 4,80 μέτρων, το οποίο έκλεινε με τεράστια δίφυλλη χάλκινη θύρα.
Ο σηκός, με διαστάσεις 28,74x13,26 μέτρα, χωριζόταν σε τρία κλίτη με δύο κιονοστοιχίες από επτά κίονες. Δεύτερες κιονοστοιχίες που υψώνονταν πάνω από τις προηγούμενες επέτρεπαν τη δημιουργία υπερώων, όπου μπορούσε να ανεβεί κανείς από κατάλληλες σκάλες για να θαυμάσει το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία.
Παρέμεινε στη θέση του σχεδόν 800 χρόνια και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη μετά το κλείσιμο του ναού, όπου καταστράφηκε από πυρκαγιά το 475 μ.Χ.
Ο θεός απεικονιζόταν ως κυρίαρχος του κόσμου, με στεφάνι αγριελιάς στο κεφάλι και μια φτερωτή Νίκη στο δεξί. Πάνω στο σκήπτρο καθόταν ένας αετός. Καθώς το άγαλμα είχε ύψος πάνω από 12 μέτρα, το κεφάλι του θα έφτανε σχεδόν έως την οροφή του ναού. Το έργο στηριζόταν σε έναν ξύλινο σκελετό, πάνω στον οποίο στερεώθηκαν τα χρυσά και ελεφάντινα μέρη της μορφής του θεού. Από το άγαλμα σε σώθηκε τίποτε παρά μόνο κάποια τμήματα της βάσης από γκρίζο ασβεστόλιθο. Το έργο όμως είναι γνωστό από τις λεπτομερείς περιγραφές των αρχαίων πηγών, ιδιαίτερα του Παυσανία, και από παραστάσεις του σε νομίσματα.
Μπροστά από το άγαλμα υπήρχε πλαίσιο για να συγκρατεί το λάδι, το απαραίτητο για την προστασία του ελεφαντόδοντου από την υγρασία της Ολυμπίας, όπως αναφέρει ο Παυσανίας.
Τα δύο μακρόστενα κτήρια με την αψιδωτή απόληξη στο δυτικό μέρος, μήκους πάνω από 30 μέτρα, είχαν στο εσωτερικό τους μια κιονοστοιχία και δύο κλειστά δωμάτια στο βάθος, που ίσως στέγαζαν τα ολυμπιακά αρχεία. Οικοδομήθηκαν διαδοχικά κατά τα τέλη του 6ου και τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., ενώ το τετράγωνο κτίσμα ανάμεσα τους προστέθηκε λίγο αργότερα. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. χτίστηκε η ιωνική στοά κατά μήκος της ανατολικής πλευράς τους. Στο χώρο αυτό, χωρίς να είναι βέβαια η θέση τους, βρίσκονταν ο βωμός και το άγαλμα του Ορκίου Διός, όπου οι κριτές και οι αθλητές ορκίζονταν ότι θα αγωνιστούν τίμια. Ο κεντρικός τετράγωνος χώρος, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι μελετητές, πρέπει να ήταν στεγασμένος με τετράριχτη στέγη. Αυτό υποδηλώνει πιθανότατα η ενισχυμένη θεμελίωση που σώθηκε στο κέντρο του δωματίου και θεωρείται βάση για ισχυρό κεντρικό στήριγμα της στέγης.
Η είσοδος στο χώρο γινόταν από τα δυτικά με ένα νεότερο κύριο πρόπυλο, που είχε προστώο με τέσσερις δωρικούς κίονες, και από δύο μικρότερα ανοίγματα στις άκρες της νότιας πλευράς του οικοδομήματος.
Η επεξεργασία των πολύτιμων υλικών γινόταν στον προθάλαμο και σε χώρους νότια από το οικοδόμημα, όπου βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές λείψανα από πολύτιμες ύλες, γυαλί, ελεφαντόδοντο, πήλινες μήτρες για τη σφυρηλάτηση φύλλων χρυσού ή την επεξεργασία γυαλιού, καθώς και το περίφημο μικρό αγγείο (οινοχοΐσκη) με χαραγμένο πάνω του το όνομα του Φειδία. Στα χριστιανικά χρόνια στη θέση του εργαστηρίου υψώθηκε μία βασιλική.
Ο ναός είναι δωρικού ρυθμού, περίπτερος και έχει έξι κίονες στις στενές πλευρές και έντεκα στις μακριές.
Ο ναός αποτελείται από πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Πιθανότατα ο βωμός του ναού, επίσης αφιερωμένος στη Ρέα, βρισκόταν είτε στα δυτικά του ή πιο ψηλά, ανάμεσα στους θησαυρούς.
Λειτουργούσε μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ., οπότε άρχισαν να κτίζονται πάνω σε αυτό τα μεταγενέστερα οικοδομήματα.
[✂]
|
Σ.Ε. που δεν έχετε δει | Θέσεις που δεν έχετε πάει |
Βοήθεια & Οδηγίες περιήγησης |